Περιγραφή
“ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ”:
Η ώρα μιά την νύχτα θα ‘τανε,
ή μιάμισυ.
Σε μια γωνιά του καπηλειού
πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα.
Εκτός ημών των δύο το μαγαζί όλως διόλου άδειο.
Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε.
Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης.
Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ,
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις.
Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν – πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.
Σάρκας απόλαυσις ανάμεσα
στα μισοανοιγμένα ενδύματα
γρήγορο σάρκας γύμνωμα – που το ίνδαλμά του
είκοσι έξι χρόνους διάβηκε και τώρα ήλθε
να μείνει μες στην ποίησιν αυτή.
[86, 1919]
(Από την έκδοση)