Περιγραφή
“Ο Μαιγκρέ διέσχισε το γεφυράκι βαστώντας το κάγκελο, ακούγοντας το νερό να βγάζει αφρούς κάτω απ’ τα πόδια του και, πάντα μακριά, το ουρλιαχτό της σειρήνας. Όσο προχωρούσε τόσο αυτό το σύμπαν της ομίχλης γέμιζε, πλημμύριζε έντονα από μια μυστηριώδη ζωή. […] Δεν ήταν ακριβώς θλιβερό, ήταν κάτι άλλο, μια ασαφής ανησυχία, ένα άγχος, μια καταπίεση, η αίσθηση ενός άγνωστου κόσμου. […]
Μόνο που γύρω απ’ τον νεκρό όλος ο κόσμος σωπαίνει, όλος ο κόσμος ψεύδεται, σε σημείο που θα νόμιζε κανείς ότι ο καθένας έχει κάτι για να κατηγορήσει τον εαυτό του, ότι όλοι είναι συνένοχοι!”
Εξαφανισμένος εδώ και έξι εβδομάδες, ο καπετάνιος ‘Υβ Ζορίς περιφέρεται στους δρόμους του Παρισιού πάσχοντας από αμνησία. Η αστυνομία διαπιστώνει ότι έχει δεχθεί πρόσφατα μια σφαίρα στο κεφάλι και ότι το τραύμα του το φρόντισε κάποιος ειδικός. Ο επιθεωρητής Μαιγκρέ τον συνοδεύει στο λιμάνι του Ουιστρεάμ, όπου ο καπετάνιος ζούσε με την υπηρέτριά του. Λίγο μετά την άφιξή τους, ο Ζορίς δολοφονείται. Ο Μαιγκρέ αρχίζει να ερευνά το λιμάνι της μικρής πόλης, που τη σκεπάζει η ομίχλη, και τους ανθρώπους της, που κρατούν το στόμα τους κλειστό, είτε πρόκειται για ναυτικούς όπως ο Μεγάλος Λουί είτε για πλούσιους αστούς όπως ο Ερνέστ Γκρανμαιζόν. Κι όμως είναι βέβαιος ότι αυτοί γνωρίζουν. Πεισματωμένος, ανακαλύπτει ορισμένα στοιχεία, αλλά δεν καταφέρνει να ενώσει τα νήματα που συνδέουν τον Γκρανμαιζόν, τον Νορβηγό, τον Μεγάλο Λουί και τον Ζορίς. Όμως εκείνοι νιώθουν ότι ο επιθεωρητής πλησιάζει την αλήθεια.
Η δωδέκατη ιστορία του επιθεωρητή Μαιγκρέ εκδόθηκε το 1932 και εκτυλίσσεται σε ένα λιμάνι όπου “αυτοί που δεν λένε ψέματα, παρόλο που γνωρίζουν κάτι, σιωπούν” και το κρύβουν. Σε ένα από το πιο ατμοσφαιρικά μυθιστορήματά του, όπου η σιωπή και η ομίχλη αποτελούν κεντρικά στοιχεία της υπόθεσης, ο Σιμενόν δημιουργεί μια ιστορία διάχυτης αβεβαιότητας συναρμολογώντας μέχρι το τέλος μια αλληλουχία δραματικών γεγονότων. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)