Περιγραφή
Δεν την είχε ξαναδεί ποτέ έτσι, πρώτη φορά η Βάσω έβγαινε εκτός εαυτού. Ακόμα κι όταν, σ’ ένα από τα μπαρ που δούλευε, σ’ έναν καυγά, η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει, αυτή είχε διατηρήσει την ψυχραιμία της μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα. Έπιασε το ποτήρι του ουίσκι που είχε μπροστά της και το εκσφενδόνισε στον τοίχο, όπου θρυμματίστηκε αφήνοντας έναν λεκέ. Την είδε που έψαχνε κάτι ακόμα να σπάσει και της έδωσε το ποτήρι του, το οποίο και πέταξε με την ίδια μανία, αλλάζοντας όμως γωνία βολής.
“Πόσο μαλάκας είσαι; Πότε περίμενες να μου ξεφουρνίσεις όλη αυτή την ιστορία; Αφού θα σε είχαν βρει πρώτα σε κανένα χαντάκι με μια σφαίρα σφηνωμένη ως αναμνηστικό μετάλλιο βλακείας;”
Δεν είχε κανένα νόημα να προσπαθήσει να της εξηγήσει πριν καταλαγιάσει ο θυμός της, οπότε την άφησε να συνεχίσει το πρωτόγνωρο ξέσπασμά της, κατά βάθος χαιρότανε λίγο γιατί ίσως αντιλαμβανόταν για πρώτη φορά πόσο νοιαζόταν γι’ αυτόν.
“Έχεις δίκιο, έπρεπε να σου είχα μιλήσει νωρίτερα. Δεν φανταζόμουνα όμως ότι αυτή η ιστορία θα τραβούσε μέχρι εδώ. Καλύτερα να μείνεις απέξω, δεν χρειάζεται να ανακατευτείς…”
“Συνεχίζεις να είσαι μαλάκας, αυτό κατάλαβες; Λοιπόν, για να είμαστε ξεκάθαροι, μπας και πάρεις επιτέλους είδηση και τι συμβαίνει μεταξύ μας. Αυτή τη φορά δεν θα φύγεις μόνος σου, όπως συνηθίζεις όταν τραβάς τα ζόρια σου, γιατί όταν επιστρέψεις δεν θα με βρεις. Αυτή τη φορά θα το πάμε μαζί ως το τέλος, κατάλαβες; Μαζί…” Τον είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής, με μια γλύκα μουσκεμένη από τα δάκρυα, ακούμπησε το κούτελό της στο δικό του.
“Μαζί…” και άρχισε να τον φιλάει δαγκώνοντάς τον απαλά στα χείλη. Μετά από πολλά πολλά χρόνια ένιωσε ότι μπορεί και να μην πέθαινε μόνος. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)