Περιγραφή
Ο πρώτος βιογράφος του Μολιέρου Jean-Leonor Le Gallois de Grimarest, μας πληροφορεί (1705) ότι ο Μολιέρος εμπνεύστηκε τον Πουρσονιάκ, εξαιτίας ενός κατοίκου από τη Λιμόζ ο οποίος, ένα βράδυ που δινόταν κάποια παράσταση, τσακώθηκε άγρια με τους ηθοποιούς και ξεδίπλωσε, σ’ όλο της το μεγαλείο, τη γελοιότητά του. Ο συγγραφέας στη συνέχεια, για να τον εκδικηθεί, τον έκανε ήρωα του θεατρικού του έργου.
Κατ’ άλλη άποψη, ο Μολιέρος είχε την ιδέα να γράψει τον Πουρσονιάκ για να γελοιοποιήσει τους κατοίκους της Λιμόζ, μετά από ένα ταξίδι του στο Ambazac, όπου, ένα μέρος της τοπικής τάξης των ευγενών τον υποδέχτηκε αρκετά ψυχρά.
Όπως και να ‘χει, η κωμωδία παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία και ζώντος του συγγραφέα αλλά και μετά τον θάνατό του.
Εκ πρώτης όψεως, η ιστορία είναι πολύ απλή: Ένας επαρχιώτης πηγαίνει στο Παρίσι για να παντρευτεί την Ιουλία, κόρη του Ορόντη, η οποία όμως αγαπά τον Έραστο και ο οποίος την αγαπά επίσης. Ο Έραστος, με τη βοήθεια του Σμπριγκάνι, της Νερίνας, και της Λουσέτης, κάνει τέτοια χουνέρια στον Πουρσονιάκ που, τελικά, εκείνος αναγκάζεται για να γλιτώσει, να πάρει τον δρόμο της επιστροφής για το χωριό του, χωρίς να πραγματοποιήσει την αρχική του επιθυμία, δηλαδή τον γάμο.
Στις ιστορίες όπου υπάρχουν γάμοι με το ζόρι, όλα έχουν ένα καλό τέλος, όπως επιτάσσει η κωμωδία. Από τη μια οι “καλοί” ερωτευμένοι οι οποίοι, βάζουν πάνω από τα χρήματα τα αισθήματά τους, κι από την άλλη, εκείνοι που χρησιμοποιούν την ηλικία τους, την εξουσία που διαθέτουν, καθώς και το χρήμα, ώστε να καταφέρουν να παντρευτούν, πράγμα που συνήθως δεν πετυχαίνουν.
Στο έργο “Κύριος ντε Πουρσονιάκ” όμως τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα: Οι καλοί και οι κακοί ανακατεύονται σε τέτοιο σημείο που δεν ξέρουμε τελικά ποιος κερδίζει και ποιος χάνει και αν θα πρέπει να χαρούμε με το happy end του ζευγαριού ή αν θα πρέπει να συμπονέσουμε περισσότερο τον καημένο τον Πουρσονιάκ από το ζευγαράκι που κινδυνεύει να μη δεθεί με τα δεσμά του γάμου. […] (Από την εισαγωγή της έκδοσης)