Περιγραφή
“ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ, Εικόνα Α'”:
Σαλόνι. Μπαίνουν η Κόμισσα κι ο κύριος Νταμιέν. Κοστούμια εποχής Λουδοβίκου 15ου.
Η ΚΟΜΙΣΣΑ: Κύριε Νταμιέν, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που μου δανείσατε τη βαφτιστικιά σας.
ΝΤΑΜΙΕΝ: Να σας εξυπηρετήσω, κυρία Κόμισσα, είναι το πρώτο μου καθήκον και το πιο ευχάριστο. Μόλις μου είπανε, πως τη χρειάζεστε, ήταν φυσικό να τη φέρω αμέσως στον πύργο σας.
Η ΚΟΜΙΣΣΑ: Θεέ μου! Τι θα γινόμαστε χωρίς αυτήν;.. Η καημένη μου η θεία, η μαρκησία, δεν ζούσε παρά με χίμαιρες. Μας κληροδότησε τον πύργο του Φερμπρόκ, με τον όρο, όπως ξέρετε, να περνούμε εδώ υποχρεωτικά ένα μήνα κάθε άνοιξη. Συγκινητικό αυτό, δεν λέω -αλλά τι ιδέα!.. Ούτε η ίδια δεν μπόρεσε ποτέ να ζήσει σ’ αυτήν εδώ την ερημιά. Έμενε όλο το χειμώνα στο Παρίσι, νοσταλγώντας τον πύργο της, και, μόλις ερχόταν το καλοκαίρι, έτρεχε να παραθερίσει κάπου αλλού! Η αλήθεια είναι πως είχε πέσει στα νύχια των γιατρών. Μ’ όλο που ήταν γυναίκα υγιέστατη, περνούσε τα καλοκαίρια της στα ιαματικά λουτρά, πίνοντας ένα σωρό νερά και κάνοντας μπάνια στη λάσπη. Κι όταν πάλι έμπαινε το φθινόπωρο, γύριζε γρήγορα στο Παρίσι για να παραγγείλει τις καινούργιες της τουαλέτες. Έτσι, που να της μείνει, της καημένης, καιρός για τον πύργο;.. Ορκιζόταν όμως σ’ ό,τι είχε πιο ιερό – δηλαδή, σ’ εμάς, πως την επομένη άνοιξη θαρχότανε να κατοικήσει στο Φερμπρόκ… Μα, μόλις έμπαινε ο Μάης, οι γιατροί τη στέλνανε σ’ άλλα νερά, και σ’ άλλες λάσπες… Τέλος, ο θάνατος τη λύτρωσε απ’ αυτές τις θαυματουργές θεραπείες – θεός σχωρέστην. Κι η τελευταία της επιθυμία ήταν να εκπληρώσουμε εμείς τον όρκο της.
ΝΤΑΜΙΕΝ: Ευλαβικό χρέος…
Η ΚΟΜΙΣΣΑ: Φυσικά. Ένας μήνας στην εξοχή περνάει αρκετά γρήγορα, αρκεί να διοργανώσεις ένα δυο χορούς. Δυστυχώς, η κληρονομιά συνοδευόταν κι από μιαν ακόμα υποχρέωση…
ΝΤΑΜΙΕΝ: Το Ορφανοτροφείο…
Η ΚΟΜΙΣΣΑ: Ακριβώς. Ένα χωρατό της μακαρίτισσας. Φαντάζομαι πως θα γελούσε, όταν πρόσθετε στη διαθήκη της πως θα είμαστε υποχρεωμένοι να συντηρούμε στον πύργο δώδεκα ορφανά!
ΝΤΑΜΙΕΝ: Ίσως τα χριστιανικά της αισθήματα;
Η ΚΟΜΙΣΣΑ: Αστειεύεστε; Η θεία μου είχε ανατραφεί διαβάζοντας όλο άθεους φιλόσοφους. Εξάλλου μισούσε τα παιδιά. Ήταν μια αντιπάθεια που της είχε μείνει απ’ τη μέρα που κάτι μάγκες της σουτάρανε μια μπάλα στο κεφάλι. […] (Από την έκδοση)