Περιγραφή
Ήταν ώρα αιχμής και στους δρόμους είχε ανάψει το γλέντι, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε στον ουρανό ο Μεσσίας, κρίναι ζώντας και νεκρούς, και αποφασίσαι ποιοι θα σωθούν και ποιοι όχι.
Το θέαμα ήταν εντελώς low budget, δύο άλογα, τρεις καραμούζες και καμιά δεκαριά χερουβείμ στο φόντο. Σκέτη φτήνια.
Και οι άνθρωποι παντού στη Γη έστρεψαν το βλέμμα τους προς τον ουρανό για να παρακολουθήσουν το μέγα και ιερόν sequel. Και φωνή ηκούσθη εκ του πλήθους:
“Κύριε, τίνες θέλουσι σωθήναι;”
“Παρντόν;” ρώτησε απορημένος ο Θεάνθρωπος.
“Ποιος θα σωθεί και ποιος όχι, ρε παιδί μου, λέγε να τελειώνουμε!” επετάχθη εις ανυπόμονος.
“Α!…” κατάλαβε ο Κύριος και αμέσως πήρε ύφος σοβαρό, σχεδόν άγριο: “Οι μόνοι…”, μεγάλη αγωνία, “που επελέγησαν για να σωθούν…”, ταχυκαρδία, “κατά τη σημερινή Ημέρα της Κρίσεως…”, θα σκάσω, πες το, “είναι… οι τράπεζες!”
Και το πλήθος εμούδιασε και σιγή απλώθηκε παντού. Αμέσως μετά όμως η αμηχανία έγινε οργή, διότι όλοι κατάλαβαν πια ότι το πράγμα είχε φτάσει στο απροχώρητο, το λάθος είχε γίνει από τα θεμέλια και δεν γινόταν να διορθωθεί με φτιασιδώματα και μερεμέτια στο ρετιρέ.
Όλη η οικοδομή ήθελε γκρέμισμα και χτίσιμο από την αρχή. “Ε όχι, ρε φίλε… όχι και Συ τα ίδια, να πούμε!” ανεφώνησαν οι λαοί προς τον Σωτήρα, και λαβόντες εις χείρας πέτρες, ξύλα και σιδηρολοστούς, τα έκαναν όλα λίμπαν. Μιλάμε όμως ρημαδιόν, δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλον όρθιον παγκοσμίως.
Και μετά από λίγες μέρες, βγήκα έξω να ψωνίσω, και έδωσα τρία αυγά για να αγοράσω ένα κιλό πορτοκάλια, και ζήσαμε εμείς καλά. Για τους άλλους δεν παίρνω και όρκο…
Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο του Κ.Α., μετά το “…και ύστερα ήρθες και μ’ έλυσες” (Εκδόσεις Βαβέλ 2005) και πριν το “Ουράνιο talk show” και τη “Βολική αναισθησία” (Εκδόσεις babelart 2010 και 2012 αντίστοιχα), και επανακυκλοφορεί σε νέα πρακτική συσκευασία, με απαράλλαχτοπεριεχόμενο. Όσοι κατουράτε τσάι προσέλθετε… (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)