Περιγραφή
Ποιος αναπλάθει αυτόν τον χαμένο κόσμο του εξαίσιου ερωτισμού, αυτήν τη γιορτή των αισθήσεων που τραβά ως το θάνατο; Η Βιλιτώ, αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια από την Παμφυλία, φίλη και ερωμένη της Σαπφώς, ιερή εταίρα; Ή ο Πιερ Λουίς (1870-1925), “μεταφραστής” της αλλά και δημιουργός της, παγανιστής στο κατώφλι του σύγχρονου κόσμου;
Ένα από τα κλασικά αριστουργήματα της ερωτικής λογοτεχνίας, με τεράστια επιρροή στις αναπαραστάσεις και θεωρήσεις της σεξουαλικότητας κατά τον 20ό αιώνα, σε μιαν από τις πρώτες του μεταφράσεις, από ελληνική έκδοση του 1921.
Ο Pierre Louys (1870-1925) αποτελεί μιαν από τις πιο ιδιότυπες περιπτώσεις της ύστερης γενιάς του γαλλικού συμβολισμού, αυτής που διεπότισε το τέλος του 19ου αιώνα με το μεθυστικό άρωμα χαμένων απολαύσεων και γνώσεων. Η εμμονή του με την αρχαιότητα, χαρακτηριστικά εμφανής στο παρόν κείμενο, καθώς και στο κατά τι μεταγενέστερο μυθιστόρημα Αφροδίτη (Aphrodite,1896), θυμίζει αμυδρά τον Καβάφη, όταν τείνει να αποκρυσταλλώσει έναν κόσμο παρελθόντα στο σπασμό μιας ηδονής σημαδεμένης από το θάνατο, καθώς είχε διαγνώσει ήδη στα 1898 ο Remy de Gourmont στο Βιβλίο των προσωπείων (Le Livre des masques). Μιας ηδονής-φαντάσματος, που περιβάλλεται ερμητικά από τη σκόνη παλαιών και ίσως ανύπαρκτων βιβλίων.
Ένα από αυτά είναι Τα τραγούδια της Βιλιτώς (Les Chansons de Bilitis,1894), το δεύτερο (μετά την ποιητική συλλογή Αστάρτη, του 1891) βιβλίο του Louys, που όμως ο ίδιος δεν απέδωσε στον εαυτό του, αλλά στην ομώνυμη ποιήτρια της αρχαιότητας, αποκύημα της θρεμμένης με άφθονα διαβάσματα φαντασίας του. Η αποκάλυψη της (περίτεχνα δομημένης, αλλά και διανθισμένης με εμφανείς ρωγμές) “λογοτεχνικής απάτης” απογοήτευσε όσους είχαν πιστέψει στις διαβεβαιώσεις του Louys για την ανακάλυψη του. […] (Από την έκδοση)
“ΑΝΑΜΟΝΗ”:
Ο ήλιος πέρασε όλη τη νύχτα κοντά στους νεκρούς, από την ώρα που την καρτεράω, καθισμένη στο κρεβάτι μου, κατάκοπη από την αγρύπνια. Το σωσμένο φυτίλι του λύχνου κάηκε ως το τέλος.
Δε θα ‘ρθει πια. Να το στερνό αεράκι. Ξέρω καλά πως δε θα ‘ρθει. Ξέρω ακόμη και το μισητό όνομα. Ωστόσο περιμένω ακόμη.
Ας έρθει και τώρα! Ναι! ας έρθει, με τα μαλλιά λυμένα και δίχως ρόδα, με το χιτώνα της τσαλακωμένο, λερωμένο, κηλιδωμένο, με τη γλώσσα στεγνή, με τα βλέφαρα μελανιασμένα.
Μόλις ανοίξει την πόρτα θα της πω… αλλά νάτηνε… Είναι ο χιτώνας της που αγγίζω, τα χεράκια της, τα μαλλιά της, το δέρμα της. Τη φιλώ με στόμα παράφορο και κλαίω.