Περιγραφή
Η Μορφίνη στην πόλη: μια παρδαλή γάτα σαν πατσαβούρι κι ένας αλλιώτικος κόσμος μέσα στον κόσμο. Στους δρόμους, τις αυλές και τις ταράτσες του, πλάσματα της νύχτας, σχεδόν ανίδεα ή αδιάφορα για την πρωινή πραγματικότητα, επιβιώνουν με τους δικούς τους νόμους και την καταδικιά τους βέβηλη γλώσσα, παίζοντας πότε με σκληρότητα και αγριάδα, πότε με τρυφερότητα και σωτήριο χιούμορ.
Σ’ αυτό το περιθώριο ανάμεσα στην παρανομία και την έκσταση, σ’ αυτό τον κώδικα ανάμεσα στην απάθεια και την απόλυτη έκφραση ακροβατεί το κεντρικό πρόσωπο του μύθου. Μαζί του και η συγγραφέας της ιστορίας, που βάζει το πιο ριψοκίνδυνο στοίχημα: να κάνει λογοτεχνία μ’ αυτή τη “γλώσσα” και να εμφανίσει, έστω για μια μόνο στιγμή, προτού καεί μπροστά στα μάτια μας, τούτο τον αρνητικό, αδιάφανο κόσμο.
Τούτο το μικρό μυθιστόρημα αρχίζει απότομα, με μια γλώσσα άγρια και υβριστική, που μπορεί να προκαλέσει ταραχή ή αγανάκτηση στον απροετοίμαστο αναγνώστη. Είναι η αργκό ενός ανοίκειου και κάποτε άναρχου κόσμου, που κατηγορείται από τους νέους γλωσσαμύντορες για “αφασία”, “γλωσσική πενία” και “λεξιλόγιο των πενήντα λέξεων”, ενώ διαθέτει αντίθετα πλήθος συμβόλων και τρόπων έκφρασης, τόσο ιδιαίτερων ώστε να μην κατανοούνται απ’ όλους και να μεταλλάζουν αδιάκοπα χάρη στη χρήση τους. Μπορεί άραγε μια τέτοια γλώσσα, τόσο αμφισβητημένη στη ζωή, να περάσει στην αφήγηση και να στηρίξει μια νουβέλα, βρίσκοντας έτσι το δίκιο της στη λογοτεχνία;
Το κείμενο αντιστέκεται στις κλισαρισμένες εικόνες του περιθωριακού νεανικού κόσμου, που έχουν τροφοδοτήσει ώς τώρα το ρομαντικό εξωραϊσμό ή την κυνική απόρριψή του. Γραμμένο τόσο από τα μέσα όσο και με κάποια απόσταση, αναζητά κάτι από την αλήθεια αυτού του κόσμου, που διαλέγουμε συνήθως να μην ξέρουμε, στις περιγραφές, τις σιωπές και τις εκρήξεις της κεντρικής φιγούρας που αφηγείται την ιστορία, στις κοφτές κουβέντες και τις ελλειπτικές συναναστροφές των ηρώων, στην απροσδόκητη εμφάνιση κι εξαφάνιση μιας γάτας με τ’ όνομα Μορφίνη, τέλος, σ’ εκείνα τα μυστικά κομμάτια της πόλης, της νύχτας και του χάους που αστράφτουν κάποιες στιγμές στα όρια της συνείδησης. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)
Στο πρώτο της βιβλίο, η Νικόλ Ρούσσου (γ. 1965) κάνει την έκπληξη ανοίγει μια πόρτα σ’ ένα ταρατσάκι και μπαίνει φουριόζος ο άνεμος της πόλης, ζεστός σαν χνώτο, βαρύς, κορεσμένος, πηχτός, γεμάτος βογγητά, όνειρα και πρόσωπα […] παρά τις αδυναμίες της κατασκευής, το πρωτόλειο της Ρούσσου διαθέτει ύφος, διαθέτει αναπαραστατική δύναμη, αναμετριέται με οριακές περιοχές και πρωτογενή αισθήματα, αφουγκράζεται τον υπόκωφο ρόγχο της πόλης, “βλέπει” ανθρώπους, ακούει τις φωνές τους.
Είναι μια σοβαρή υποθήκη για σύγχρονο αστικό μυθιστόρημα: έχει πρώτη ύλη τα πάθη, και δεν διστάζει να βουτήξει στο βρόμικο ρεαλισμό των ηρώων του – στη γλώσσα τους. (Νίκος Ξυδάκης, Αθηνόραμα)