Περιγραφή
Τον Αύγουστο του 1944, δύο περίπου μήνες πριν από την Απελευθέρωση, οι κατοχικές δυνάμεις πραγματοποίησαν ένα από τα τελευταία τους μπλόκα στην Αθήνα. Ο Παύλος Μώτος συνελήφθη μαζί με εκατοντάδες άλλους και στάλθηκε ως εργάτης-όμηρος σε στρατόπεδο εργασίας, στο Κάισλινγκεν της Βάδης-Βυρτεμβέργης.
Ένα χρόνο μετά και αφού είχε απελευθερωθεί, κατέγραψε την εμπειρία του σε ημερολόγιο, που παρέμεινε ανέκδοτο για σχεδόν επτά δεκαετίες έως ότου παραδόθηκε από τον γιο του στην ερευνήτρια Ιστορίας Μαρία Σαμπατακάκη. Δίχως να απαντιέται η συμβατική μορφή της αντίστασης στην ιστορία του Μώτου, με την ανυπακοή, την απροθυμία και, κάποτε, την πονηριά, υπονόμευσε την εφαρμογή του εθνικοσοσιαλιστικού εργασιακού πειράματος, τοποθετώντας πάνω απ’ όλα την ανθρώπινη επιθυμία για ζωή.
Η μαρτυρία του έρχεται επίκαιρα να μας υπενθυμίσει μία πλευρά του εθνικοσοσιαλισμού που περνά σχεδόν απαρατήρητη και ουσιαστικά μας δίνει την αρχαϊκή εικόνα του εκφασισμού της εργασίας, ένα ζήτημα που αφορά τους πάντες σήμερα. Μέσα από αυτά τα στρατόπεδα εργασίας διαμορφώθηκαν οι μεγάλες γερμανικές εταιρείες (Κρουπ, Ζίμενς, AEG κ.λπ.), ενώ ευθεία συνέχεια της εθνικοσοσιαλιστικής αντίληψης περί εργασίας αποτελούν οι «γκάσταρμπαϊτερ» της δεκαετίας του ’50. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)