Περιγραφή
Άδραξα τη σάρπα της και τη φιλούσα έξαλλος από χαρά. Για κάμποση ώρα ήμουν σαν τρελλός!… Με κόπο παίρνοντας την αναπνοή μου περίφερνα ασυναίσθητα το βλέμμα μου στους τριγυρινούς λόφους, στα κατάσπαρτα χωράφια, στον ποταμό που τα περίβρεχε και που χανόταν πιο πέρα μέσα σε άλλους λόφους και σε γραφικά χωριουδάκια, στα δάση που πλαισίωναν σαν καπνίζουσες γραμμές τις άκρες του πυρωμένου ουρανού και μια γλυκειά γαλήνη στη θέα της επιβλητικής ομορφιάς της εικόνας αυτής, καταπράυνε σιγά-σιγά την επαναστατημένη καρδιά μου. Παρηγορήθηκα, κι’ ανάπνευσα μ’ ανακούφιση… Η ψυχή μου ωστόσο πονούσε ακόμα σαν κάποιο προαίσθημα, και συγχρόνως μια δειλή χαρά έκανε την καρδιά μου να σιγοτρέμει… Και ξάφνου το στήθος μου φούσκωσε, πόνεσε, σαν κάποιο πυρωμένο σίδερο να το διαπέρασε και δάκρυα, άφθονα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου. Έκρυψα το πρόσωπό μου στα χέρια κι’ αφέθηκα στον συγκλονισμό του πρώτου κι’ αόριστου ξυπνήματος της ύπαρξής μου. Η πρώτη παιδιάστικη περίοδος της ζωής μου, τέλειωσε με κείνη τη στιγμή. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)