Περιγραφή
“Ως πότε θα μας δουλεύεις; Κάνεις και τον άνεργο, το διαλαλείς, “είμαι θύμα της κρίσης”. Ποιάς κρίσης θύμα, βρε θύτη άκριτε; Που δεν είσαι και άνεργος. Άεργος είσαι και ήσουν μια ζωή, χαραμοφαγά. Μουνί κλαμένο! Ε, μουνί κλαμένο. Ξεχαρβαλωμένη καπότα, ψωλόμυαλε τενεκέ. Μαρτύρησα στα χέρια σου, αλητόπουστα. Και τί λες μέσα σου τώρα δα; “Και πού είσαι ακόμα!” θα λες. Αμ δε! Όχι! Δε θα σου περάσει, ζωντόβολο. Έφαγες πολλούς κι εμένα, τύραννε άσπλαχνε, μα θα το βρεις από μένα, θα το βρεις άσχημα, όχι απ’ το Θεό, απ’ τα χέρια μου, αναίμακτε δολοφόνε.
Δε φταίω εγώ που είσαι μαμάκιας. Δε φταίω εγώ που είσαι κλαψομούνης. Δε φταίω εγώ που είσαι μουνοποέτας. Δε φταίω εγώ που είσαι σαβουρογαμίας. Δε φταίω εγώ που βατεύεις γίδες, ξένες και δικές, χώρια τα ανήλικα τραγόπουλα που αποπλανείς με μια χούφτα σανό. Δε φταίω εγώ που είσαι ψωλοδίαιτος και βγάζεις χαρτζιλίκι βολεύοντας χήρες εσχατόγριες και παροπλισμένα καυλόπουρα. Ούτε και φταίω που καταπίνεις τον αγλέουρα και από Τζαίημς Ντήν κατήντησες Φραγκίσκος Μανέλης στα χειρότερά του. Φταίω εγώ που σε παντρεύτηκα, γαμώ το κέρατό μου, γαμώ!”
Ο Κατάδεσμος είναι ο σπαρταριστός μονόλογος μιας γυναίκας απ’ τη Θεσσαλονίκη, που ύστερα από αρκετές δεκαετίες τυραννικής έγγαμης ζωής εκρήγνυται σ’ ένα σπαρακτικό και σαρκαστικό ξέσπασμα, στήνοντας απέναντί της τον σύζυγό της, στην προσωπικότητα του οποίου αποδίδει τα χειρότερα αντρικά ελαττώματα καθώς και ποικίλες άλλες παραδοξότητες. Στο λόγο της Ζηνοβίας, που έχει ύφος αποτροπιαστικό ενώ παράλληλα λειτουργεί ως αυτοκάθαρση, σκιαγραφείται στην ακραία της εκδοχή η χειρότερη εικόνα του σύγχρονου Έλληνα μέσα από συμβιβασμούς, ιδιοτελείς επιλογές, φαλλοκρατικές εμμονές, ακραίες ερωτικές προτιμήσεις και μια απόλυτα αμοραλιστική συμπεριφορά.
ΚΑΤΑΔΕΣΜΟΣ: Μαγική ενέργεια πού έχει σκοπό να βλάψει κάποιον ή να αποτρέψει κάποιο κακό. είδος κατάρας.
“Εγώ ήμουνα για ντόλτσε βίτα, και τέτοια ζωή μου έταξες, μπαγλαμά, και τύπε αφερέγγυε, άφραγκε τενεκέ. Αλλά η ανάγκη το ‘φερε, πώς θα ζούσαμε; Εσύ κοίταζες πώς να βολέψεις τα πάθη σου τα αμαρτωλά, τα ασίγαστα, πουτανολαγνεία, πουρομανία, αρσενοκοιτία, γιδολατρία, χώρια η τραγοβασία, εξεζητημένη εκδοχή του τελευταίου. Γαμώ την απληστία σου, λέω. Που μου αράζεις νυχτοήμερα στην πολυθρονάρα κι αφοσιώνεσαι στις σαχλαμπούχλες του χαζόκουτου.
Ώσπου έσκασε η χολή μου προχτές και σε έκραξα, πολυακόρεστε κεκραγμένε. Τί ψωλοκοπανάς, βρε άχρηστο υποκείμενο, σήκω απ’ τη θέση σου, σε βαρέθηκα πια, τεμπέλ αγά! Και τί μου γυρνάς; Άιντε φύγε από δώ, μωρή Νύμφω! Ώστε Νύμφω, ε; Κάλλιο νυμφομανής παρά εριφιομανής, πανύβλακα!” (Από την παρουσίαση της έκδοσης)