Περιγραφή
Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες χιλιάδες αγόρια και κορίτσια απασχόλησαν τα δικαστήρια ανηλίκων στην Ελλάδα είτε επειδή διέπραξαν κάποιο αδίκημα είτε επειδή θεωρήθηκε ότι διατρέχουν «ηθικό κίνδυνο» να διαπράξουν κάποιο στο μέλλον ή επειδή οι γονείς τους δήλωναν αδυναμία να τα τιθασεύσουν. Η συμπεριφορά παιδιών και εφήβων στο πλαίσιο της οικογένειας και του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, οι συνθήκες ανατροφής και διαβίωσής τους και τα παραστρατήματά τους αποτέλεσαν το αντικείμενο πλήθους εκθέσεων από «επιμελητές ανηλίκων» και τροφοδότησαν έναν κανονιστικό λόγο για τις προοπτικές όσων επιδείκνυαν «αντικοινωνική συμπεριφορά» και τα μέτρα που θα τους μετέτρεπαν σε «χρηστούς και άριστους πολίτες».
Το βιβλίο εξετάζει ορισμένες από τις μορφές που πήρε η πειθάρχηση των νέων μετά τον πόλεμο μέσα από τρεις αλληλένδετες διαστάσεις: το διεθνές δημόσιο ζήτημα της «νεανικής παραβατικότητας» -και της ελληνικής εκδοχής της, της «παιδικής και νεανικής εγκληματικότητας» τη συγκρότηση και λειτουργία του μηχανισμού δικαιοσύνης ανηλίκων και τις σχέσεις ανάμεσα στους επιμελητές και τις επιμελήτριες ανηλίκων, τους ανήλικους που είχαν αναλάβει να επιτηρήσουν και να αναμορφώσουν και τις οικογένειές τους σε μια περίοδο μεγάλων κοινωνικών και πολιτισμικών ανακατατάξεων.
Προσεγγίζοντας τη μεταπολεμική περίοδο από τη σκοπιά της καθημερινότητας, η μελέτη δείχνει ότι χαρακτηρίζεται από διάχυτη ηθικολογία και ποικίλες τεχνικές επιτήρησης, αλλά και από την υπόγεια δυναμική των κοινωνικών μετασχηματισμών που τις υπονόμευσαν πολύ νωρίτερα από ό,τι συνήθως γίνεται αποδεκτό.
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
“Ένα σπάνιο δείγμα -για τα ελληνικά δεδομένα- παραδειγματικής πολιτισμικής ιστορίας”. (Άννα Μαρία Δρουμπούκη, Εφημερίδα των Συντακτών)
“Είναι μελέτη, βασίζεται σε αρχειακό υλικό, αναπαράγει την ορολογία του είδους, αλλά ορισμένες στιγμές νιώθεις ότι διαβάζεις το πιο σπαρακτικό βιβλίο της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής”. (Δημήτρης Δουλγερίδης, The Books’ Journal)