Περιγραφή
Ξημερώματα 25ης Μαρτίου του 1944 – μια παγωμένη χειμωνιάτικη μέρα – κραυγές, ουρλιαχτά και πυροβολισμοί ξυπνάνε τα Γιάννενα. Μια λεπτομερώς σχεδιασμένη επιχείρηση ξεκινάει στα στενά σοκάκια της “μικρής μας πόλης”. Με τη βοήθεια της ελληνικής χωροφυλακής που εκτελεί τις διαταγές της Γκεστάπο όλοι οι Εβραίοι – 1725 άνδρες, γυναίκες και παιδιά – παίρνουν το δρόμο χωρίς επιστροφή. Τελικός προορισμός: Άουσβιτς. Και έπειτα σιωπή… που έγινε ψίθυρος και χάθηκε στην ομίχλη της λήθης, θάφτηκε στα χαλάσματα των νικητών και ηττημένων του Εμφυλίου που ακολούθησε, μεταμορφώθηκε σε χρυσές λίρες και οικόπεδα και κατέληξε στην ατιμωρησία των υπευθύνων. Στα δυο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου ο συγγραφέας ακούει στα Γιάννενα τις μαρτυρίες των κατοίκων που έζησαν υπό ιταλική και γερμανική Κατοχή. Στη συνέχεια βλέπει πώς εξελίχτηκε το ολοκαύτωμα του γιαννιώτικου εβραϊσμού. Στο τέλος μιλάει – για πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία – για τις μεταπολεμικές δίκες στη Γερμανία – μία χώρα που για το οικονομικό “θαύμα” χρειάζεται σιωπή και γαλήνη για τους πρώην θύτες και σε μία Ελλάδα που επίσης πρέπει να λησμονήσει. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
“Πρώτη φορά ήρθα στην Ελλάδα, στην Ήπειρο, το 1978.Ενας φίλος μου στο πανεπιστήμιο είχε προβλήματα στα γερμανικά με τις ακαδημαϊκές εργασίες του και εγώ τον βοήθησα. Για να με ευχαριστήσει με κάλεσε στο χωριό του στα Κάτω Πεδινά (είναι κοντά στα Γιάννενα, στα σύνορα με την Αλβανία). Εκεί για πρώτη φορά άκουσα για αυτόν τον πόλεμο. Άκουσα φρικτά πράγματα για τον πόλεμο και την Κατοχή σε εκείνη την περιοχή. Αυτό ήταν το πρώτο κίνητρο για μένα να ενδιαφερθώ για αυτές τις θηριωδίες, που τότε ήταν εντελώς άγνωστες στη Γερμανία. Από ιστορικούς είχαμε μόνο τον Χάγκεν Φλάισερ που ασχολούνταν με το αντικείμενο, αλλά γενικώς αυτά τα ζητήματα ήταν στο περιθώριο του ενδιαφέροντος. Το 1990, όταν ήρθα και πάλι στην Ελλάδα, είχα πλέον αποφασίσει να κάνω αυτή την έρευνα για την ιταλογερμανική κατοχή στην Ήπειρο. Είχα δύο χρόνια άδεια από το πανεπιστήμιο. Εν τω μεταξύ μέσα σε δύο χρόνια έμαθα και ελληνικά”. (Κ. ΣΜΙΝΚ-ΓΚΟΥΣΤΑΒΟΥΣ, από συνέντευξή του στο ΓΡΗΓΟΡΗ ΜΠΕΚΟ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 25/9/2011)