Περιγραφή
Δεκάξι ιστορίες από τα Καμίνια, τη Νίκαια, τη Δραπετσώνα. Από τον ντόκο των Κρητικών, από το ουζερί “Υπάρχω”, από το φουγάρο της ΔΕΗ στο Κερατσίνι. Ιστορίες για τράπεζες που παίρνουν σπίτια, για σπίτια που παίρνουν φωτιά, για όνειρα που γίνονται στάχτη. Για το σκοτάδι που ζει στη διπλανή πόρτα. Κάτι θα γίνει όμως, θα δεις. Γιατί εκεί όπου μεγαλώνει ο φόβος μεγαλώνει κι εκείνο που σώζει από τον φόβο. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
“Φτώχεια, ανεργία, ανασφάλεια απέναντι στους μετανάστες, βία, χαμένα όρια, αλλά και έξω καρδιά κι αλληλεγγύη. Όχι, δεν πρόκειται περί λούμπεν. Στο επίκεντρο της αφήγησης του Οικονόμου στέκει ο σύγχρονος προλετάριος, γηγενής ή μετανάστης, με ή χωρίς ταξική συνείδηση. Νικαιώτης και ο ίδιος, ο συγγραφέας δεν τον παραμορφώνει μέσα από το φακό μιας προσποιητής συμπάθειας, δεν επιχειρεί να τον εξιδανικεύει. Προσπαθεί απλώς να τον δείξει όπως είναι.
Ανοίγοντας μια μεγαλύτερη συζήτηση για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, νομίζω ότι είναι ευχάριστο το γεγονός ότι, ύστερα από μια αρκετά μεγάλη περίοδο ομφαλοσκόπησης, πληθαίνουν ξανά τα κείμενα που ασχολούνται με την πολιτική και ιδίως αυτά που κοιτούν κατάφατσα τη σημερινή κοινωνία. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για συγγραφείς της νεότερης γενιάς, όπως καλή ώρα ο 40χρονος Οικονόμου.
Η θεματική του είναι σαφώς ρεαλιστική, ίσως ακόμη και νατουραλιστική, όμως η τεχνική του φέρνει πιο κοντά στο μοντερνισμό: εναλλαγές σε πρωτοπρόσωπη, δευτεροπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, φράσεις που κόβονται στη λέξη, κοντινά πλάνα αλλά και αποστασιοποιημένες ματιές, χαρακτήρες που μεταφέρονται από τη μια ιστορία στην άλλη.
Ο Οικονόμου γνωρίζει τα τερτίπια της δύσκολης και απαιτητικής μικρής φόρμας. Ο λόγος του είναι κοφτός και συμπυκνωμένος. Ξέρει πρώτα από όλα να πλάθει καλοσχηματισμένους χαρακτήρες στα στενά όρια που του επιβάλλει αυτή η φόρμα.
Διηγήματα όπως το “Πλακάτ με σκουπόξυλο”, όπου μιλάει για τα εργατικά ατυχήματα που συμβαίνουν καθημερινά εξαιτίας της πλεονεξίας της εργοδοσίας, ή το ελεγειακό “Μάο” (“σε γαμάω”), σκληρό σχόλιο πάνω στην τυφλή βία που ευδοκιμεί στις υπανάπτυκτες συνοικίες, είναι για αναγνώστες με υψηλό κριτήριο αλλά και με γερό στομάχι”. (ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΗΝΑΣ, ATHENS VOICE, 9/6/2010)
“Κομμάτι κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου”, ψιθυρίζει η πρωταγωνίστρια της ομότιτλης τελευταίας ιστορίας του βιβλίου: μια νέα γυναίκα που ετοιμάζεται να αναζητήσει δουλειά σε ελληνική επιχείρηση στη Βουλγαρία, όταν η μονοκατοικία που νοικιάζει στην Ελευσίνα δίνεται αντιπαροχή. Αυτή η φράση, λέει ο Οικονόμου, “εκφράζει με τον πιο καίριο τρόπο αυτό που αισθάνεται σήμερα η πλειονότητα των Ελλήνων”: ότι χάνει τις σταθερές της, ότι τη διαλύει η ανασφάλεια, την ισοπεδώνει η απόγνωση κι ότι έχει ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί σε ένα τοπίο που είναι πια ρευστό. “Ο κίνδυνος” που ελλοχεύει σε αυτήν την κατάσταση “είναι μεγάλος”, σχολιάζει. “Όμως από την άλλη θα αναγκαστούμε εκ των πραγμάτων να ανοιχτούμε σε νέα πεδία. Αυτή είναι και η μοναδική πρόκληση με την οποία αξίζει να έρθουμε αντιμέτωποι στην Ελλάδα σήμερα: να χαρτογραφήσουμε νέα εδάφη σε όλους τους τομείς του κοινού μας βίου, είτε πρόκειται για την παιδεία, είτε για την οικονομία, για τις κοινωνικές δομές ή για τον πολιτισμό”. (ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ, ΤΑ ΝΕΑ, ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ, 28/1/2012)
«Με το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» όχι μονάχα ξεπερνάει τον «σκόπελο» του δεύτερου βιβλίου, αλλά κερδίζει μια διακριτή θέση στη σύγχρονη ελληνική διηγηματογραφία. (?) Και ίσως είναι αυτό που κάνει τους ήρωες του Οικονόμου τόσο τραγικούς, συγκινητικούς, μα ποτέ αξιολύπητους: Το ήθος τους. Ο αβίαστος, φυσικός, ταπεινός ανθρωπισμός του συγγραφέα διαχέει στον κόσμο τους ένα γλυκό παρηγορητικό φως». (Κ. Β. Κατσουλάρης, bookpress.gr, 22/06/2010)