Περιγραφή
Στο πλαίσιο της έκδοσης των δημοσιευμένων και αδημοσίευτων έργων της Έλλης Παππά, οι Εκδόσεις Άγρα κυκλοφορούν τα περίφημα μερικώς δημοσιευμένα Γράμματα στο γιο μου, που γράφτηκαν στις φυλακές με σκοπό να τα διαβάσει ο γιος της με τον Νίκο Μπελογιάννη όταν θα έφτανε στην ηλικία των 16 χρόνων.
Στα γράμματα αυτά περιγράφεται η σχέση της Έλλης Παππά με τον Νίκο Μπελογιάννη και η συγκλονιστική δίκη που τους καταδίκασε σε θάνατο. Η έκδοση συνοδεύεται από φωτογραφίες και αναπαραγωγές χειρογράφων. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)
Όταν έγραφα από τη φυλακή αυτά τα γράμματα, δεν περίμενα ποτέ πως θα τα έβλεπα δημοσιευμένα, και μάλιστα με τη δική μου συγκατάνευση. Πρέπει να ομολογήσω πως στο θέμα δημόσιο και ιδιωτικό διαφωνούσα με τον Νίκο [Μπελογιάννη]. Για μένα το ιδιωτικό ήταν τόσο ιερό που κάθε παραβίασή του ισοδυναμούσε με ένα είδος ιεροσυλίας. Κι όταν εκείνος μου έγραψε πως λυπόταν για τα γράμματά μας που καταστρέφαμε, γιατί -αν ζούσαμε- “θα μπορούσαμε να τα εκδώσουμε”, παραξενεύτηκα. Για μένα, εκείνα τα γράμματα τα γραμμένα σε κουρελόχαρτα που τα μαζεύαμε απ’ τα σκουπίδια, κι αντί για πένα γράφαμε με σπίρτα καρβουνιασμένα σε αναμμένο τσιγάρο, ήταν ο κρυφός θησαυρός μας, απρόσιτος σε κάθε άλλον. Η κατάθεση της ψυχής μας και της σκέψης μας σ’ εκείνους τους ατέλειωτους μήνες που ζήσαμε στα μπουντρούμια της Απομόνωσης στη Γενική Ασφάλεια της Αθήνας.
Ο κίνδυνος να πάρουνε σε μια έρευνα τα χαρτιά μας υπήρχε πάντα, και τότε θα μπορούσανε να εκμεταλλευτούνε άγρια απόψεις μας για να ζημιώσουνε το Κόμμα. Αυτό το Κόμμα που του είχαμε δώσει τη ζωή μας και το φυλάγαμε σαν πολύτιμο αγαθό…
Εκεί, σ’ αυτή τη φυλακή, έπεσε η αυλαία της ματωμένης Κυριακής. Με κρατήσανε στο ίδιο κελί από όπου αποχαιρέτησα τον Νίκο από την Κυριακή ως την Τετάρτη. Απόγευμα έγινε η μεταγωγή μου στη μόνιμη πια κατοικία μου, τις Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ. Εκεί βρήκα το γιο μου, που ήταν επτά μηνών. Αυτά του τα γενέθλια ήταν και τα μόνα που προλάβαμε να “γιορτάσουμε με τον Νίκο. Τώρα κρατούσα στα χέρια μου τον μικρούλη Νίκο, κι έπρεπε να βρω τρόπο να γνωρίσει, μεγαλώνοντας τον πατέρα του. Τον ερωτευμένο άντρα που μπορούσε ακόμα και να κλάψει αν νόμιζε πως σε κάτι έφταιξε ή πως κάτι βασάνιζε την αγαπημένη του και τον πολιτικό με την τολμηρή σκέψη και πράξη.
Για τον πολιτικό δεν υπήρχε αμφιβολία πως πολλά θα άκουγε στο μέλλον. Ύμνους και ερμηνείες – με αμφίβολη πάντα γνησιότητα. Κι ωστόσο οι πολιτικές υποθήκες του, καθαγιασμένες με το θάνατο, μικρή θέση έχουνε στα γράμματα που άφησα στο γιο μου. Ήταν πάντα ο κίνδυνος να πέσουν στα χέρια του αντιπάλου που με κρατούσε δέσμια. Μα ήταν και κάτι περισσότερο: έγραφα έχοντας μπροστά μου όχι το μωράκι που κοιμόταν πλάι μου ανίδεο για όσα είχαν γίνει, αλλά τον έφηβο των δεκάξι χρόνων για τον οποίο τα προόριζα. Εκείνος, ο άγνωστός μου έφηβος που θα διάβαζε τα γράμματά μου. (ΕΛΛΗ ΠΑΠΠΑ)