Περιγραφή
«Εις τον τάραχον εκείνον των παθών μεταξύ παλαιοφιλοσόφων και νεοεπιστημόνων, μεταξύ σχολαστικών λογιότατων φανατικών και επιστημόνων και μαθηματικών άθεων μη νηστευόντων ανεβιβάσθη, καθώς λέγομεν, επί σκηνής τω 1793 νέον δράμα, του δε δράματος τούτου παρέχεται θύμα μάλλον ασυνεσίας ή φθόνου σχολαστικών ο φιλόσοφος -ως υπό των αυτού μαθητών ωνομάζετο- Χριστόδουλος ο εξ Ακαρνανίας», γράφει ο Μανουήλ Γεδεών (1851-1943), χρονογράφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και υπομνηματογράφος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων.
Ο Γεδεών προσπαθεί να υποβαθμίσει το “νέον δράμα” παρουσιάζοντάς το ως μια περίπτωση ασύνετων και φθονερών σχολαστικών κατά ενός νεοτερικού φιλοσόφου, υποκρύπτοντας έτσι την παθιασμένη διαμάχη μεταξύ μιας σκοταδιστικής και ανελεύθερης Εκκλησίας, που κυρίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 σκληραίνει τη στάση της απέναντι σε καθετί το νεοτερικό, και ενός ελευθερόφρονα (“λιμπερτίνου”) διαφωτιστή, “μετακενωτή” των ιδεών της γαλλικής Εγκυκλοπαίδειας και εν συνεχεία ολικού αρνητή της χριστιανικής Εκκλησίας, τόσο ως μεταφυσικής όσο και ως καταπιεστικού θεσμού και μηχανισμού.
Αλλά και το “νέον δράμα” που “ανεβιβάσθη επί σκηνής τω 1793” δεν είναι απλώς μια δεύτερη ακραία ενέργεια της Εκκλησίας μετά την καθαίρεση από το ιερατικό αξίωμα του Μεθόδιου Ανθρακίτη το 1723. Εβδομήντα χρόνια μετά, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός έχει αναπτυχτεί σημαντικά, η Εκκλησία έχει κατανοήσει σαφώς τους κινδύνους που διατρέχει η σχεδόν ανεμπόδιστη, μετά την Άλωση, εξουσία της στον πνευματικό και ευρύτερα τον κοινωνικό χώρο. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και στην τρομερή, ένθεν κακείθεν, επιθετικότητα που χαρακτηρίζει τη σύγκρουση του 1793. Εν αντιθέσει προς τον ανυποχώρητο και “ρωμαλέο” Παμπλέκη, ο Ανθρακίτης οπισθοχώρησε μπροστά στη δύναμη του κατασταλτικού εκκλησιαστικού μηχανισμού και αποκαταστάθηκε το 1725.
Βέβαια, υπάρχει ένα βασικό κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσα στον Ανθρακίτη και τον Χριστόδουλο: η προώθηση και η διδασκαλία της νεοτερικής φιλοσοφίας, των φυσικών επιστημών και των μαθηματικών. Απέναντι σ’ αυτά, η στάση της Εκκλησίας ήταν απολύτως αντιδραστική, γιατί ανέτρεπαν τον αριστοτελισμό, που καθιστούσε απρόσβλητη τη χριστιανική πίστη, μια και διατηρούσε το χωρισμό μεταξύ μιας ουράνιας (άφθαρτης) σφαίρας και ενός υποσελήνιου (φθαρτού) χώρου. Αυτός ο εκκλησιαστικός αριστοτελισμός κυριαρχούσε αδιάλειπτα και χωρίς αμφισβητήσεις από το 1454 που ο Μωάμεθ ο Πορθητής ενθρόνισε ως Οικουμενικό Πατριάρχη με το όνομα Γεννάδιος τον Γεώργιο Σχολάριο, σφοδρό πολέμιο του Γεωργίου Γεμιστού-Πλήθωνος […]. (Από την έκδοση)